-
1 кинуть
кинутьсов см. кидать· ◊ \кинуть упрек ψέγω, μέμφομαι. -
2 корить
коритьнесов разг1. (за что-л.) ψέγω, ψεγαδιάζω, ἐπιτιμὤ2. (чем-л.) κατακρίνω γιά κάτι. -
3 укорять
укорятьнесов (кого-л. за что-л.) μέμφομαι, ἐπιτιμῶ, ψέγω, ἐπιπλήττω. -
4 blame
[bleim] 1. verb1) (to consider someone or something responsible for something bad: I blame the wet road for the accident.) αποδίδω την ευθύνη, μέμφομαι2) (to find fault with (a person): I don't blame you for wanting to leave.) ψέγω2. noun(the responsibility (for something bad): He takes the blame for everything that goes wrong.) ευθύνη -
5 fault
[fo:lt] 1. noun1) (a mistake; something for which one is to blame: The accident was your fault.) σφάλμα,φταίξιμο2) (an imperfection; something wrong: There is a fault in this machine; a fault in his character.) ελάττωμα3) (a crack in the rock surface of the earth: faults in the earth's crust.) τεκτονικό ρήγμα2. verb(to find fault with: I couldn't fault him / his piano-playing.) ψέγω,ψεγαδιάζω- faultlessly
- faulty
- at fault
- find fault with
- to a fault -
6 выговаривать
ρ.δ.1. βλ. выговорить.2. επιπλήττω, επιτιμώ• μέμφομαι, ψέγω.εκφέρω, λέγω ως το τέλος. -
7 делать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•делать мебель φτιάχνω έπιπλο.
|| δημιουργώ.2. ασχολούμαι, διεξάγω•делать опыты κάνω πειράματα.
|| κάνω•делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•
делать уроки κάνω τα μαθήματα•
делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•
делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•
делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•
делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•
делать различия κάνω διακρίσεις•
делать прогулку κάνω περίπατο•
делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.
|| επιβάλλω•делать выговор επιβάλλω ποινή.
|| εκτελώ•делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.
3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.
|| παρέχω προξενώ•делать добро κάνω καλό•
делать одолжение δανείζω.
εκφρ.это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•делать всеобщим – γενικεύω•делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.1. γίνομαι, καθίσταμαι•злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)•
погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•
-ется темно σκοτεινιάζει•
делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•
он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).
2. συμβαίνω•что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•
что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•
как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•
с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•
там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•
ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.
|| αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.
3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).
4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•-итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.
εκφρ.что ему (тебе, мне – κ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει. -
8 закорить
ρ.σ.μ. (απλ.)1. βλ. корить.2. αρχίζω να ψέγω κλπ. ρ. βλ. корить. -
9 корить
ρ.δ. μ. ψέγω, ψεγαδιάζω, μέμφομαι, επιτιμώ. || κατηγορώ. -
10 обвинять
ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняемый.1. μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία ενοχοποιώ•его -ют несправедливо τον κατηγορούν άδικα•
обвинять в преступлении κατηγορώ για έγκλημα•
взаимно обвинять αντεκαλώ, αντικατηγορώ.
|| διώκω δικαστικά. || μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω•обвинять в лицемерии κατηγορώ για υποκρισία.
2. κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας.κατηγορούμαι. -
11 попрекнуть
ρ.σ.μ. μέμφομαι, κακίζω, ψέγω. -
12 порицать
ρ.δ.μ.επικρίνω, κατακρίνω, κακίζω, μέμφομαι, ψέγω αποδοκιμάζω.επικρίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
13 упрекать
ρ.δ.μ. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω, ψεγαδιάζω-επικρίνω• κοτσάρω. -
14 censure
1) επίκριση2) κατακρίνω3) μέμψη4) ψέγω
См. также в других словарях:
ψέγω — blame pres subj act 1st sg ψέγω blame pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέγω — ψέγω, έψεξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψέγω — ΝΜΑ επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός τού ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με τού συνωνύμου του μέμφομαι* και τού ουσ. όνειδος*, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα τού ψήω* / ψάω… … Dictionary of Greek
ψέγω — έψεξα, κατηγορώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, κακολογώ: Άδικα τον έψεξες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψέγετε — ψέγω blame pres imperat act 2nd pl ψέγω blame pres ind act 2nd pl ψέγω blame imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέγῃ — ψέγω blame pres subj mp 2nd sg ψέγω blame pres ind mp 2nd sg ψέγω blame pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξαι — ψέγω blame aor imperat mid 2nd sg ψέγω blame aor inf act ψέξαῑ , ψέγω blame aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξουσι — ψέγω blame aor subj act 3rd pl (epic) ψέγω blame fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψέγω blame fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξουσιν — ψέγω blame aor subj act 3rd pl (epic) ψέγω blame fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψέγω blame fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξω — ψέγω blame aor subj act 1st sg ψέγω blame fut ind act 1st sg ψέγω blame aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεγομένων — ψέγω blame pres part mp fem gen pl ψέγω blame pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)